μοναχοθυγατέρα

μοναχοθυγατέρα
η (Μ μοναχοθυγατέρα)
μοναχοκόρη («κ' έστοντας να τήν έχουνε μοναχοθυγατέρα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + θυγατέρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοναχοθυγατέρα — η η μοναχοκόρη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοθυγατέρα — η (Μ μονοθυγατέρα) μοναχοθυγατέρα, μονοχοκόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θυγατέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”